Σικελικῶν

Σικελικῶν
Σικελικός
fem gen pl
Σικελικός
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • CAMARINA — I. CAMARINA Italiae civitas. Strabo, l. 6. II. CAMARINA palus Siciliae iuxta oppid. eiusdem nominis; exstructum an. 150. Urb. Cond. Euseb. vel Olymp. 45. Schol. Pindari; destructum a Syracusanis 52. an. post, sed denuo reparatum a quodam, cui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TIMONAX — ἐν πρώτῳ περὶ Σκυθῶν citatur Apollonii Scholiastae in l. 4. et. eôpse Τιμώναξ ἐν τρώτῳ τῶ Σικελικῶν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • Ερμοκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγγειογράφος (5ος αι. π.Χ.). 2. Συρακούσιος πολιτικός και στρατηγός (β’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Ήταν αρχηγός της συντηρητικής μερίδας. Υπήρξε ο κυριότερος διαπραγματευτής στο συνέδριο της Γέλας για την ειρήνη μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από …   Dictionary of Greek

  • Λεοντίνοι — Αρχαία πόλη της Σικελίας. Ήταν χτισμένη πάνω σε λόφο ο οποίος υψωνόταν στην πεδιάδα Λεόντιον, μεταξύ Κατάνης και Συρακουσών. Ιδρύθηκε το 730 π.Χ. από Νάξιους αποίκους και δεν άργησε να γίνει στόχος διαφόρων κατακτητών. Το 498 π.Χ. την κατέλαβε ο… …   Dictionary of Greek

  • Ονώριος — I (Κωνσταντινούπολη 384 – Ραβένα 423). Αυτοκράτορας του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (395 423) μετά την οριστική διαίρεση της (395) από τον πατέρα του Θεοδόσιο τον Μεγάλο σε ανατολικό και δυτικό τμήμα. Η βασιλεία του Ο. –που… …   Dictionary of Greek

  • Οσούνα, δούκας του- — (Pedro Tellez Giron, τρίτος δούκας του Οσούνα, Οσούνα 1574 – Μαδρίτη 1624). Ισπανός λόγιος, στρατιωτικός και πολιτικός. Μετά τις λαμπρές σπουδές του στη Σαλαμάνκα, υπηρέτησε στη Φλάνδρα, όπου διακρίθηκε κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις των Ισπανών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”